- παλιοκοινωνία
- η1. ελεεινή, διεφθαρμένη κοινωνία2. έκφραση αγανάκτησης για την φαυλότητα τής κοινωνίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + κοινωνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιοκοινωνία — η λέγεται για να τονιστούν οι κακές πλευρές της κοινωνικής ζωής: Φύλαξε τα παιδιά σου, γιατί η σημερινή κοινωνία είναι παλιοκοινωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek